Σεφέρης: βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τίς μεγάλες πέτρες

2019-12-07

Εἶναι ἐντυπωσιακό πῶς ἕνας Γάλλος πιανίστας, σέ ἡλικία μόνο 22 ἐτῶν γνώριζε τήν ἑλληνική ἱστορία καί μάλιστα τήν ἐτήσια γιορτή τῶν Σπαρτιατῶν, διάρκειας δέκα ἡμερῶν, «Γυμνοπαιδίαι». Στήν τελετή γυμνοί ἔφηβοι χόρευαν καί πάλευαν πρός τιμή τοῦ Ἀπόλλωνα. Ὁ Erik Satie (1866-1925), μόλις 22 ἐτῶν τό 1888, ἐργάζεται ὡς πιανίστας στό καμπαρέ «Μαῦρος Γάτος» τῆς Μονμάρτρης καί συνθέτει τρία ἔργα γιά πιάνο, διάρκειας 10 λεπτῶνν, Les Trois Gymnopédies.

Ὁ ποιητής μας Γιῶργος Σεφέρης, γνώστης τοῦ ἔργου τοῦ Σατί, γράφει τίς δικές του Γυμνοπαιδίες. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι στήν ἀρχαία Θήρα, στό βουνό πάνω ἀπό τό Καμάρι, στόν οἰκισμό πού ἔχει ἀνασκαφεῖ ὑπάρχει καί ἡ Πλατεία τῶν Γυμνοπαιδιῶν. Ὁ ποιητής ἐξηγεῖ ὅτι ἐμπνεύσθηκε τόν τίτλο τῆς ποιητικῆς ἑνότητας ἀπό τή Θήρα: «Ὑπῆρξε κέντρον ἀρχαιοτάτης θρησκείας ἔνθα ἐτελοῦντο λυρικοί χοροί αὐστηροῦ καί βαρέος ρυθμοῦ καλούμενοι γυμνοπαιδίαι».

Γιῶργος Σεφέρης

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης, τό 1935 γράφει τίς δικές του Γυμνοπαιδίες. Στό βιβλίο της, Γυμνοπαιδίες Γιώργου Σεφέρη - Ἐρίκ Σατί. Στιγμιότυπα μιᾶς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας, ἡ Πωλίνα Ταμπακάκη ἰχνηλατεῖ αὐτήν τήν ἐπικοινωνία. Πόσο καλά γνώριζε ὁ Σεφέρης τόν Σατί καί τίς «γυμνοπαιδίες» του; Σαφεῖς οἱ ἐνδείξεις πώς ὁ Σεφέρης ἀπήλαυσε τό Παρίσι τοῦ '20, ὅταν ἀποθεωνόταν ὁ Σατί. Ἡ Π. Ταμπακάκη ἀναζητεῖ τά μουσικά ακούσματα τοῦ Σεφέρη στά φοιτητικά του χρόνια στό Παρίσι καί μετά, τοῦ νεαροῦ διπλωμάτη πλέον, στό Λονδῖνο.
Την Κυριακή, 8 Μαΐου 1932, γράφει στό ἡμερολόγιό του: «... Ὅταν πρόκειται νά παίξω τό "Sacre" ἤ τή "Γυμνοπαιδία" τοῦ Σατί, διπλοκλειδώνομαι...». Ὑπάρχει καί μία ακόμη, πολύ μεταγενέστερη, μνεία τοῦ Σατί σέ μιὰ διάλεξη στήν Αἴγυπτο τό 1944. Σέ ἀντίθεση μέ τίς πολλαπλές ἀναφορές στόν ἀγαπημένο του συνθέτη Ντεμπυσί. Καί ὅμως, ὅπως παρατηρεῖ ἡ Ταμπακάκη, στή Γυμνοπαιδία, «βάζει γιά πρώτη καί μοναδική φορά σέ ποίημά του ὡς τίτλο ἕνα διάσημο μουσικό ἔργο».Τό καλοκαίρι τοῦ 1935, πρίν τίς διακοπές του στό Πήλιο, ὁ Σεφέρης ἔκανε ἕνα σύντομο ταξίδι μέ βαπόρι καί καπετάνιο στό τιμόνι τόν φίλο του, ποιητή Δ. Ι. Ἀντωνίου· ἕνα λαθραῖο ταξίδι, πού λανθάνει ἀκόμη καί ἀπό τά χρονολόγια Σεφέρη. Τότε εἶδε, χωρίς ν' ἀφήσει τή γέφυρα τοῦ καραβιοῦ τή Νάξο, τήν Πάρο, τή Σαντορίνη. Μετά ἔγραψε τά δύο ποιήματα τῆς Γυμνοπαιδίας, «Σαντορίνη» καί «Μυκῆνες».

Γυμνοπαιδία A΄, Σαντορίνη

Σκύψε ἄν μπορεῖς στή θάλασσα τή σκοτεινή ξεχνώντας
τόν ἦχο μιᾶς φλογέρας πάνω σέ πόδια γυμνά
πού πάτησαν τόν ὕπνο σου στήν ἄλλη ζωή τή βυθισμένη.Γράψε ἄν μπορεῖς στό τελευταῖο σου ὄστρακο
τή μέρα τ' ὄνομα τὀν τόπο
καί ρίξε το στή θάλασσα γιά νά βουλιάξει.Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στήν ἀλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' ἀναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τά κόκκινα νησιά νά βυθίζουν
στόν ὕπνο τους, στόν ὕπνο μας.
Ἐδῶ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τή ζυγαριά πού βάραινε κατά τό μέρος
τῆς ἀδικίας.
Φτέρνα τῆς δύναμης θέληση ἀνίσκιωτη λογαριασμένη ἀγάπη
στόν ἥλιο τοῦ μεσημεριού σχέδια πού ὡριμάζουν,
δρόμος τῆς μοίρας μέ τό χτύπημα τῆς νέας παλάμης
στήν ὠμοπλάτη·
στόν τόπο πού σκορπίστηκε πού δέν ἀντέχει
στόν τόπο πού ἦταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τά νησιά σκουριά καί στάχτη.Bωμοί γκρεμισμένοι
κι οἱ φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα τῆς φοινικιᾶς στή λάσπη.
Ἄφησε τά χέρια σου ἄν μπορεῖς, νά ταξιδέψουν
ἐδῶ στήν κόχη τοῦ καιρού μέ τό καράβι
πού ἄγγιξε τόν ὁρίζοντα.
Ὅταν ὁ κύβος χτύπησε τήν πλάκα
ὅταν ἡ λόγχη χτύπησε τό θώρακα
ὅταν τό μάτι γνώρισε τόν ξένο
καί στέγνωσε ἡ ἀγάπη
μέσα σέ τρύπιες ψυχές·
ὅταν κοιτάζεις γύρω σου καί βρίσκεις
κύκλο τά πόδια θερισμένα
κύκλο τά χέρια πεθαμένα
κύκλο τά μάτια σκοτεινά·
ὅταν δέ μένει πιά οὔτε νά διαλέξεις
τό θάνατο πού γύρευες δικό σου,
ἀκούγοντας μιά κραυγήἀκόμη καί τοῦ λύκου τήν κραυγή,
τό δίκιο σου·
ἄφησε τά χέρια σου ἄν μπορεῖς νά ταξιδέψουν
ξεκόλλησε ἀπ' τόν ἄπιστο καιρό
καί βούλιαξε,
βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τίς μεγάλες πέτρες.