Mή λογαριάζεις χωρίς τόν ξενοδόχο!

2020-06-21

Ἡ φράση "μή λογαριάζεις χωρίς τόν ξενοδόχο" ἔρχεται συχνά-πυκνά στό μυαλό μου αὐτές τίς μέρες... μέρες κορονοϊοῦ. Ταξίδια πού ἀναβλήθηκαν, ταξίδια πού εἶχαν προγραμματισθεῖ, ἀλλά δέν εἴμαστε σίγουροι ἄν θά μποροῦν νά πραγματοποιηθοῦν. Ποῦ θά πάει, θά περάσει κι' αὐτό!

Ἀναρωτήθηκα, λοιπόν, ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ φράση. Καί τήν ἀπάντηση τήν ἔδωσε τό Ρομάντζο! Τό «Ρομάντσο» ταυτίστηκε μέ τήν ἔννοια τῆς λέξης «περιοδικό». Ἔλεγες «Δῶστε μου ἕνα Ρομάντσο» καί σήμαινε «δῶστε μου ἕνα περιοδικό». Ἦταν ἕνα λαϊκό περιοδικό ποικίλης ὕλης πού εἶχε ταυτιστεῖ μέ τόν τρόπο ζωῆς τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς.

«Δέν ὑπῆρχε ἄνθρωπος πού νά μήν τό ἀγόραζε» θυμᾶται ὁ Γιάννης Καιροφύλας , ὁ «Ἀθηναιογράφος» τοῦ περιοδικοῦ σὲ συνέντευξή του στό WE τοῦ news247. Ποιοί τό ἀγόραζαν; Σύμφωνα μέ τόν κ. Καιροφύλα «εἶναι μῦθος ὅτι ἦταν τό περιοδικό γιά τίς κομμώτριες καί τίς κοπτοραπτοῦδες, αὐτά τά ἔλεγαν οἱ τῶν ἐφημερίδων πού ἤθελαν νά ὑποβαθμίσουν τήν ὕλη του. Τό Ρομάντσο τό διάβαζαν ὅλοι. Ἀπό τά λαϊκά κορίτσια μέχρι τούς εἰσαγγελεῖς καί τούς καθηγητές πανεπιστημίου. Οἱ τελευταῖοι μπορεῖ νά ντρέπονταν λίγο καί νά τό ἔκρυβαν μέσα στήν ἐφημερίδα ἤ νά εἶχαν ὡς δικαιολογία ὅτι τό ἀγόραζαν γιά τή σύζυγό τους, ὅμως λέγεται ὅτι ἦταν φανατικοί ἀναγνῶστες. Καί ξέρετε γιατί; Γιατί ἐκείνη τήν ἐποχή τό Ρομάντσο εἶχε μαζέψει τίς καλύτερες πένες στή δημοσιογραφική ἀγορά. Μέ τό πού ἄνοιγες τό περιοδικό στή σελίδα 3 ὑπῆρχε γιά δεκαετίες τό χρονογράφημα τοῦ Π. Παλαιολόγου, ἔγραφε ὁ Νίκος Τσιφόρος, ὁ Νίκος Μαράκης, ἡ Μπουκουβάλα - Ἀναγνώστου καί ἄλλοι πολλοί. Δέν ὑπήρχε μεγάλη ὑπογραφή στά ἔντυπα πού νά μήν πέρασε ἀπό τό Ρομάντσο». Ἐπίσης, βασικός πυλώνας τοῦ περιοδικοῦ ἦταν καί οἱ γελοιογραφίες. Ἀρχέλαος, Χριστοδούλου, Π. Παυλίδης, Πολενάκης, Μ. Ἀναστόπουλος σχεδίαζαν τίς γελοιογραφίες καί σατίριζαν τίς νέες πραγματικότητες.

Μία ἀπό τίς στῆλες τοῦ περιοδικοῦ εἶχε τόν τίτλο "Γιατί τό λέμε ἔτσι...". Σ'  αὐτή τή στήλη (27/8/1968) βρίσκουμε καί τήν ἀπάντηση γιά τή φράση ""μή λογαριάζεις χωρίς τόν ξενοδόχο".

Χάνια (πανδοχεῖα) καί λοκάντες (ἐστιατόρια πού ἦσαν μάλλον καπηλειά-φτωχοταβέρνες) ὑπῆρχαν ποῦ καί ποῦ ἐπί τουρκοκρατίας. Μά τά χάνια καί οἱ λοκάντες (καί οἱ τιμές τους) ἦσαν γνωστά καί γνωστές μόνον στούς σπάνιους "τακτικούς" ταξιδιῶτες καί στούς λιγοστούς θαμῶνες των. Ἡ ὁλότης σχεδόν τά ἀγνοοῦσε ἐπειδή ὁ πληθυσμός ἦταν ἀγροτικός καί δέν ἀπομακρυνόταν  ἀπό τό χωριό του, παρά σέ πολύ ἐξαιρετικές περιπτώσεις. Κατά τήν Ἐπανάστασι ἄνοιξε στ' Ἀνάπλι ἡ πρώτη ταβέρνα ὅπως τήν ἐνοοῦμε σήμερα.  Καί τήν ἄνοιξε μιά... γυναίκα... μουστακοφόρα. Ἡ πολυθρύλητη Μιχαλοῦ. Οἱ τότε ἁπλοϊκώτατοι καί ἀνήξεροι χωριάτες μας ἔγιναν πρόξενοι πολλῶν ἰλαροτραγικῶν ἐπεισοδίων καί κατά τά χρόνια τοῦ Ἀγῶνος καί κατά τίς πρῶτες δεκαετίες μετά τήν ἀπελευθέρωσι... Καί συνέβαιναν τέτοια ἐπεισόδια ἐπειδή οἱ χωριάτες ἐξελάμβανον τήν προσφοράν ἐδεσμάτων ἐν ἐστιατορίοις ὡς φιλοξενίαν, παρομοίαν πρός τήν ὅλως δωρεάν παρεχομένη ὑπό τῶν χωρικῶν τοῖς ξένοις (!). Ἤ - τό πολύ- ἐνόμιζον ὅτι "ἔπρεπε" νά πληρώνουν τίς ἐλιές, τό τυρί, τό αὐγό κ.τ.λ., ὅσο αὐτά ἐκόστιζον στό χωριό τους. Ἤτοι πάμφθηνα. Δηλαδή ἐλογάριαζαν χωρίς τόν ξενοδόχο, πού αὐτός βεβαίως εἶχε ἄλλες τιμές. Ἐκείνη τήν ἐποχή λοιπόν ἡ ἔκφραση εἶχε κυριολεκτικό περιεχόμενο καί ἀργότερα πῆρε μεταφορική σημασία.