Ματέρα: ταξίδι στόν χρόνο

2020-07-04

Στήν καρδιά τῆς Μπασιλικάτα στόν Ἰταλικό Νότο, στά σύνορα μέ τήν Ἀπουλία, ἡ Ματέρα μέ τίς λαξεμένες σπηλιές της καί τή βιβλική ἀτμόσφαιρα σέ παρασύρει σ' ἕνα ταξίδι στό χρόνο. Σέ προκαλεῖ νά κάνεις βουτιά (μακροβούτι γιά τήν ἀκρίβεια) στήν ἱστορία της ἀπό τή πρώτη στιγμή! Αὐτός ὁ τόπος ἀπόκοσμης ὀμορφιᾶς ἦταν ἡ Πολιτιστική Πρωτεύουσα τῆς Εὐρώπης γιά τό 2019. Ἡ πολιτεία τῆς πέτρας ἔχει πλέον συνηθίσει τούς πρωταγωνιστικούς ρόλους ἀπό τό «Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο» τοῦ Παζολίνι μέχρι τά «Πάθη τοῦ Χριστοῦ» τοῦ Μελ Γκίμπσον! Ποιός νά τό περίμενε αὐτό 70 χρόνια νωρίτερα, ὅταν εἶχε συγκεντρώσει τά φῶτα τῆς δημοσιότητας ὄχι γιά τήν ὀμορφιά της ἀλλά γιά τίς ἀπάνθρωπες συνθῆκες διαβίωσης τῶν τρωγλοδυτῶν κατοίκων της!

Ἐπισκέφθηκα δύο χρονιές συνεχόμενες τή Ματέρα. Ἡ πρώτη ἐπίσκεψη ἦταν ἀποκαλυπτική, γι' αὐτό καί ἐπανελήφθη! Εἴχαμε δεῖ φωτογραφίες στό διαδίκτυο ἀλλά νομίζω ὅτι κανένας φακός δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει τήν ἀτμόσφαιρα τῆς πόλης. Ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά ξεκινήσει κάποιος τή γνωριμία του μέ τήν πόλη εἶναι νά μείνει σέ ἕνα ἀπό τά ξενοδοχεῖα-σπηλιές. Ὅταν φθάσαμε στό κατάλυμα τῆς πρώτης χρονιᾶς, L' Hotel Di Pietra ... θέλαμε ἁπλῶς νά μείνουμε ἐκεῖ καί νά μήν κουνηθοῦμε! Τό μπαλκονάκι στήν πόλη, εἰδικά τό σούρουπο, πού ὅλα ἡσυχάζουν, τό λαξεμένο μέσα στό βράχο δωμάτιό μας, ἡ φιλικώτατη ρεσεψιονίστ ἀλλά καί τό περπάτημα, κουβαλώντας τά μπαγκάζια, γιά νά μπεῖς στήν παλιά πόλη ἦταν ἀρκετά! Εἴμαστε μέν ἐξοικειωμένες ἀπό τά ὑπόσκαφα καί τά σοκάκια τῆς Σαντορίνης, ἀλλά οἱ φίλοι μας οἱ Ἰταλοί ἔχουν κάνει θαύματα- καί αὐτοί- στή τρωγλοδυτική ἀρχιτεκτονική. Ἄλλο μέν τό σκηνικό, ἄλλα τά χρώματα... ἀλλά πανέμορφα καί τά δύο. Τή δεύτερη χρονιά ἤμουν προετοιμασμένη. Ἀφήσαμε τό αὐτοκίνητο σέ πάρκινγκ (καί ὄχι στό δρόμο νά παίρνουμε κλήσεις) καί κανονίσαμε ταξί γιά τό ξενοδοχεῖο μας, La Dimora Di Metello. Κυρίες! Στήν παλιά πόλη, ἡ ὁποία εἶναι τεράστια, δέν ἐπιτρέπονται αὐτοκίνητα, παρά μόνον ἐλάχιστα ταξί σέ συγκεκριμένες διαδρομές, γιά τούς ἐπισκέπτες τῶν ξενοδοχείων ἤ τήν τροφοδοσία.

Ἡ Ματέρα θεωρεῖται ἡ «Καππαδοκία τῆς Ἰταλίας» καί κλείνει στούς τοίχους καί στίς σπηλιές της ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης πάνω στόν πλανήτη ἀφοῦ τά παλαιότερα εὐρήματα φθάνουν στήν Παλαιολιθική Ἐποχή.

Ἡ περιοχή κατοικήθηκε ἀπό τόν 6ο π.Χ. αἰώνα καί ἦταν τμῆμα τῆς ἐνδοχώρας τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας. Τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα οἱ Ρωμαῖοι θά ὀχυρώσουν τήν πόλη σέ ἕνα ὕψωμα 400 μέτρων. Ἀκριβῶς κάτω ἀπό τά τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στόν μαλακό, ἀσβεστώδη βράχο: τό Sasso Caveoso καί τό Sasso Barisano. Ἡ μαλακή σύσταση τοῦ βράχου ὁδήγησε τούς κατοίκους στή δημιουργία ἑνός ἀξιοθαύμαστου δικτύου γιά τή συλλογή τοῦ νεροῦ, σέ μιά περιοχή γνωστή γιά τήν παρατεταμένη ἀνομβρία. Παράλληλα οἱ κάτοικοι ἐφάρμοσαν ἕνα σύστημα αντίστοιχο μέ τή Σαντορίνη χρησιμοποιώντας τίς ἤδη ὑπάρχουσες σπηλιές τίς ὁποῖες ἐπεξέτειναν σκάβοντας τόσο ὁριζοντίως ὅσο καἰ καθέτως.

Μέ τήν κατάρρευση τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί τήν ἐπέλαση τῶν βαρβαρικῶν φυλῶν ἡ περιοχή τέθηκε ὑπό τόν ἔλεγχο τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅμως ἡ περίοδος τῆς Εἰκονομαχίας (726-843 μ.Χ.) ἀποτέλεσε καταλύτη γιά τή φυσιογνωμία τῆς περιοχῆς. Ἡ διαμάχη αὐτή, πού ἔφτασε στά ὅρια ἐμφυλίου πολέμου, ἀνάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τούς λεγόμενους Βασιλειανούς, νά μεταναστεύσουν ἀπό τή Συρία καί τήν Καππαδοκία ἐνισχύοντας τόσο τήν ἑλληνικότητα τῆς περιοχῆς ὅσο καί τήν εἰκονολατρεία.

Οἱ Βασιλειανοί μοναχοί ἀλλά καί οἱ ἱερεῖς μέ τίς οἰκογένειες τους πού ἐγκαταστάθηκαν στή νότιο Ἰταλία, συχνά σέ ὑπόσκαφες πολιτεῖες, μετέφεραν τόν τρόπο ζωῆς τους ἀπό τήν Καππαδοκία καί τή Συρία, ἐνῶ ἀναβίωσαν συγχρόνως τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί τό λειτουργικό τυπικό της. Ἀπό τόν 10ο αἰώνα ἡ ἀπειλή τῶν Ἀράβων ὑποχρέωσε τούς κατακτητές τῆς Ἰταλίας νά δεχθοῦν τήν ἐπικυριαρχία τοῦ Βυζαντίου, ἡ ὁποία ἔμελλε ἐν τέλει νά εἶναι βραχύβια. Τό 1071, ὅταν οἱ Νορμανδοί κατέλαβαν τό Μπάρι, ἡ βυζαντινή κυριαρχία στήν Ἰταλία κατελύθη ὁριστικά.

Ἡ χρυσή ἐποχή τῆς Ματέρα ὑπῆρξε ἡ περίοδος ἀπό τό 1663 ὥς τό 1803, ὅταν ἔγινε πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας Βασιλικάτα. Μέ τή μεταφορά τοῦ κέντρου τῆς ἐπαρχίας στήν Ποτέντσα ξεκίνησε μιά παρατεταμένη περίοδος παρακμῆς, πού ὁδήγησε τούς κατοίκους τῆς πόλης στά ὅρια τῆς ἐξαθλίωσης. Ἡ στέρηση τῶν διοικητικῶν θέσεων σέ συνδυασμό μέ τήν κρίση τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας ὁδήγησε σέ συνθῆκες ἀπόλυτης φτώχειας. Οἱ σπηλιές μεταβλήθηκαν ἀπό ἀποθηκευτικούς χώρους σέ σπίτια πολυμελῶν οἰκογενειῶν.

Πάνω ἀπό τά μισά ἀπό τά 3.000 σπίτια τῶν τριῶν συνοικιῶν τῆς πόλης ἦταν κυριολεκτικά σπηλιές στό βράχο. Τά ὑπόλοιπα εἶχαν καί ἕνα χτισμένο τμῆμα στό ἐξωτερικό τους καί μόνον τό 10% ἦταν κανονικά οἰκοδομήματα. Ἐπίσης, περισσότερες ἀπό 100 ἐκκλησίες τῆς πόλης ἦταν κατά ἕνα τμῆμα τους ἐντελῶς μέσα στούς βράχους.

Ἡ ζωή μέσα στίς σπηλαιώδεις αὐτές κατοικίες ἦταν τρομακτική γιά τά μέτρα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Μέσα στόν ἴδιο μικρό χῶρο καλοῦνταν νά συνυπάρξουν ἄνθρωποι, ζῶα, ἐργαλεῖα, προμήθειες. Τά παιδιά κοιμοῦνταν στό κρεβάτι μέ τούς γονεῖς, σέ ἄλλα ἔπιπλα πού εἶχαν διπλή χρήση ἤ καί στὰ συρτάρια (!) ἐνῶ ἡ ὑγρασία τῆς πέτρας καί ἡ ἔντονη μυρωδιά ἦταν κυρίαρχη. Ὅλα τά παραπάνω σέ συνδυασμό μέ τήν πλήρη ἐγκατάλειψη ἀπό τό κράτος στίς βασικές ἀνάγκες, ὅπως ὁ ἠλεκτρισμός καί ἡ ἀποχέτευση, συνιστοῦσαν τίς συνθῆκες ἐξαθλίωσης.

Τά πράγματα ἄρχισαν νά ἀλλάζουν τό 1952, ὅταν ὁ τότε ἰσχυρός πολιτικός ἄνδρας Ἀλντιντσε ντε Γκάσπαρι, ἐντυπωσιασμένος ἀπό τίς περιγραφές τοῦ Κάρλο Λέβι στό βιβλίο «Ὁ Χριστός σταμάτησε στό Ἔμπολι» ἐπισκέφθηκε τή Ματέρα καί ἐξέδωσε ἄμεσα μιά σειρά ἀπό εἰδικούς νόμους βάσει τῶν ὁποίων 15.000 κάτοικοι τῶν Σάσι μεταφέρθηκαν σέ καινούργιες συνοικίες πού δημιουργήθηκαν ἐπί τούτου. Ἡ ἐκκένωση τῶν σπηλαίων διήρκεσε ἀπό τό 1953 μέχρι τό 1968, ὁπότε καί ἡ ἰδιοκτησία τῶν σπηλαιωδῶν κατοικιῶν πέρασε στό κράτος, τό ὁποῖο ἔκτοτε ἀδράνησε καί πάλι. Ἀπό τό 1986 ἡ κυβέρνηση ἄρχισε νὰ παραχωρεῖ τή χρήση τῶν σπηλαίων σέ ἰδιῶτες γιά 99 χρόνια μέ τόν ὅρο τῆς -ἐπιδοτούμενης σέ ποσοστό ἀπό 40% μέχρι 60%- ἀναπαλαίωσής τους.

Ἀπό τό 1993 οἱ Βράχοι τῆς Ματέρα συμπεριλαμβάνονται στά Μνημεῖα Παγκόσμιας Κληρονομιᾶς τῆς UNESCO, "ὡς ἐξαιρετικό δεῖγμα τρωγλοδυτικῆς ἐγκατάστασης στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Μεσογείου, ἀπόλυτα προσαρμοσμένης στό ἔδαφος καί τό οἰκοσύστημα, στήν ὁποία ἀνακαλύφθηκαν ἴχνη ἀντιπροσωπευτικά σημαντικῶν σταδίων τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καί ἐξέλιξης". Τό ὑποβλητικό σκηνικό ἀπέκτησε ξανά ζωή, πολιτιστική ἀξία καί περίπου 5.000 μόνιμους κατοίκους οἱ ὁποῖοι ἀπολαμβάνουν τά ὀφέλη τοῦ τουρισμοῦ.

Ὅ,τι κάνεις λοιπόν, τό κάνεις περπατώντας. Ἡ Ματέρα ἁπλώνεται σέ δύο συνοικίες, τό Sasso Barisano καί τόSasso Caveoso, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες βρίσκεται ὁ καθεδρικός ναός της. Χτισμένη στὀ χεῖλος τοῦ φαραγγιοῦ ὅπου κυλᾶ ὁ ποταμός Gravina.


Murgia Materana Park

Ἡ πολιτεία τῆς πέτρας ἔχει θέα στό φυσικό τοπίο τοῦ Murgia Materana Park, ἀκριβῶς ἀπέναντι, σέ μιάν ἀπότομη πλαγιά μέ σπηλιές πού χρονολογοῦνται ἀπό τά παλαιολιθικά χρόνια καθώς καί χωριά ἀπό τή νεολιθική καί τή χάλκινη ἐποχή. Δέν ἐπισκεφθήκαμε αὐτό τό πάρκο μέ τίς 150 ἐκκλησίες, πού χτίστηκαν σέ σπήλαια κυρίως στά χρόνια του Μεσαίωνα. Τότε στήν περιοχή ζοῦσαν ἀρκετές μοναστικές κοινότητες. Πρέπει νά ἀφιερώσεις ἕνα ὁλόκληρο πρωινό καί νά εἶσαι ἕτοιμος γιά πολύ περπάτημα! Τήν ἑπόμενη φορά.

Τό συγκρότημα σπηλιά, Madonna delle Virtù καί San Nicola dei Greci. Ὁ ἰσόγειος χῶρος ὑπῆρξε μοναστήρι, ἐνῶ ἀκριβῶς ἀπό πάνω του βρίσκεται ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἀγίου Νικολάου τοῦ Ἕλληνα. Καί μόνο πού μπαίνεις στίς σπηλιές αὐτές σέ πιάνει δέος. Δυστυχῶς, κάθε χρόνο φιλοξενοῦν καί κάποιον μοντέρνο καλλιτέχνη. Τά ἔργα του προσπαθήσαμε νά μήν τά βλέπουμε.

Ἐντυπωσιακό εἶναι καί τό σύστημα συλλογῆς νεροῦ, τό ὁποῖο εἴδαμε στό συγκεκριμένο συγκρότημα. Ἡ ὑγρασία πού νιώθει κανείς μπαίνοντας  στίς σπηλιές εἶναι ἀπίστευτη.

Ἡ βεράντα ἔχει καταπληκτική θέα στό φαράγγι καί στό πάρκο.


Τό Τρίπτυχο τῶν Ἁγίων

Σημαντικῆς ἱστορικῆς ἀξίας εἶναι τό φρέσκο πού διασώζεται, τό τρίπτυχο τῶν Ἁγίων. Πρόκειται γιά τήν Ἁγία Βαρβάρα (13ου αἰ.) μέ αὐτοκρατορικά ροῦχα καί τά χαρακτηριστικά πυρόξανθα μαλλιά της, τόν Ἅγιο Νικόλα (14ου αἰ.) πού φορᾶ δαλματική καί μέ τό χέρι ἀνασηκωμένο εὐλογεῖ μέ τόν ἑλληνικό τρόπο, καί τέλος τόν Ἅγιο Πανταλέοντα (13ου αἰ.) πού κρατᾶ ἕνα κουτί μέ ἀμποῦλες, συμβολικό τοῦ ἰατρικοῦ ἐπαγγέλματός του.


Ὅπου καί νά γυρίσεις τό βλέμμα σου ἡ πόλη σέ ἐντυπωσιάζει.

Ὅσο γιά τό φαγητό, ἔχει κανείς πολλές ἐπιλογές. Ἀπό ἀκριβά, γκουρμέ ἐστιατόρια ὥς ταβερνεῖα καί πιτσαρίες. Ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τά τελευταῖα. Τήν ταβέρνα Da Nico μέ τήν πανέμορφη αὐλή, μιά ἄλλη ταβέρνα στό πάνω κεντρικό δρόμο τῆς Ματέρας ὅπου ἤπιαμε κρασί Hellinicon! Πρόκειται γιά μιά ἀπό τίς ποικιλές σταφυλιοῦ τῆς περιοχῆς. Πήγαμε καί στήν πιτσαρία, δίπλα στό ξενοδοχεῖο μας! Ἐξαιρετική!

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό τῆς πόλης εἶναι ἡ ζωντάνια της. Τά βράδυα στίς πλατεῖες καί τά κεντρικά δρομάκια συναντᾶς μουσικούς νά παίζουν κάθε λογῆς μουσική, ἀνθρώπους νά κάνουν περαντζάδα ἤ νά κάθονται στά μαγαζάκια ἤ στίς πλατεῖες. Τά πρωινά, θά συναντήσεις τουρίστες νά ἐπισκέπτονται τά πάμπολα μνημεῖα καί ἀξιοθέατα. Καί πάλι ὅμως ὄχι ἐνοχλητικά. Τό σούρουπο καί τό βράδυ εἶναι λές καί εἶσαι σέ μιά τυπική ἰταλική πόλη τοῦ Νότου, πού δέν δέχεται τόσους ἑκατοντάδες ἐπισκέπτες κάθε μέρα.


Ἡ ἐπίσκεψη στή Ματέρα ἦταν μέρος δύο ταξιδιῶν: ἑνός δεκαήμερου ὁδοιπορικοῦ στήν Κάτω Ἰταλία καί τή Σικελία στά τέλη Αὐγούστου τοῦ 2017, ἀπό τήν γράφουσα καί τήν κόρη της καί ἑνός πενθήμερου ὁδοιπορικοῦ στήν Κάτω Ἰταλία στά τέλη Αὐγούστου τοῦ 2018, ἀπό τήν γράφουσα καί τίς δύο φιλενάδες! Ὅλες οἱ φωτογραφίες εἶναι δικές μας.