Μονεμβασιά: ἕνας Μυστρᾶς πού ζεῖ ἀκόμα

2023-01-04

Ἐπισκεφθήκαμε τή Μονεμβασιά ἕνα Σαββατοκύριακο τοῦ Ὀκτωβρίου, ἠλιόλουστο μέν, μέ τόν ἀέρα νά λυσομανᾶ δέ. Τό μόνο πού στερηθήκαμε ἦταν ἡ ἐπίσκεψη στήν Πάνω Πόλη. Ἀφορμή γιά νά ἐπιστρέψουμε...

Ἀνάμεσα στίς μεσαιωνικές πολιτεῖες, ἡ Μονεμβασιά κατέχει μιά ξεχωριστή θέση. Ἀποκαλεῖται καί τό Γιβραλτάρ τῆς Ἀνατολῆς καί συγκίνησε καλλιτέχνες, ποιητές καί ἁπλούς ταξιδιῶτες. Σέ ὀμορφιά ὅμως καμμία σχέση... πιστέψτε με, ἔχω ἐπισκεφθεῖ καί τά δύο. Ὁ δικός μας βράχος εἶναι ἀξεπέραστος. Κτισμένη ἐπάνω σέ ἕναν θεόρατο βράχο, ὕψους περίπου 300 μ., μέ ἰδιόμορφο σχῆμα ἀποκομμένο ἀπό τήν ξηρά, συνδέεται μέ τήν ἀπέναντι στεριά μόνο μέ μιά γέφυρα, πού ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε τή μόνη προσπέλαση, τή «μόνην ἔμβασιν», ἀπό τήν ὁποία πῆρε καί τὀ ὄνομά της. Στήν ἀρχαιότητα ἡ περιοχή ὀνομαζόταν Μινώα καί ὁ ἀπότομος βράχος, ὅπου χτίστηκε τό φρούριο ἦταν γνωστός σάν Μινώα ἄκρα.

Μία ἡ εἴσοδος λοιπόν, πάμπολλα τά ὀνόματα. Μονεμβασία ἡ ἐπίσημη ὀνομασία, Μονεμβασιά στήν ποιητική ἐκδοχή της, Μονεμβάσια ἤ Μονοβάσια γιά τούς ντόπιους, Μαλβουαζί γιά τούς Φράγκους καί Μαλμζύ κατά τούς Ἄγγλους. Ἡ βυζαντινή Καστροπολιτεία εἶναι ἐπίσης γνωστή ὡς τό «Ὑπερνεφέλες Κάστρο» τοῦ Μοριᾶ, τό «Περιώνυμον Ἄστυ» τοῦ Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικου Β', «ἡ «Θεόσωστος πόλη» τῶν Παλαιολόγων τοῦ Μυστρᾶ, τό «Μενεξέ Καλέσι» τῶν Τούρκων, τό λουλούδι τῆς Μονεμβασιᾶς - ἡ Ἀνθομύριστη Καστροπολιτεία τοῦ Νότου.

«Ἡ Μονεμβασιά εἶναι ἕνας Μυστρᾶς πού ζεῖ ἀκόμα» εἶχε δηλώσει ὁ Στρατῆς Μυριβήλης. Πασίγνωστοι καί οἱ στίχοι τοῦ Γιάννη Ρίτσου, πού γεννήθηκε καί μεγάλωσε ἐδῶ: «Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. / Χιλιάδες οἱ φλόκοι σου καί τά πανιά σου. / Κι ὅλο ἀσάλευτη μένεις
νά μέ ἀρμενίζεις μές στήν οἰκουμένη».


Ἡ Μονεμβασιά πρωτοκατοικήθηκε πρίν ἀπό 8.000 χρόνια καί πρόκειται γιά τόν μοναδικό πρωτοελλαδικό οἰκισμό στίς ἀνατολικές ἀκτές τῆς ἐπαρχίας Ἐπιδαύρου Λιμηρᾶς. Ἡ Μονεμβασιά, τότε Ἄκρα Μινώα, ἀποτέλεσε τόν ἐνδιάμεσο σταθμό ἀνάμεσα στίς χερσαῖες περιοχές τῆς Ἑλλάδας καί στό ἤδη ἀκμάζον δίπτυχο Κυκλάδων - Κρήτης. Κατά τή διάρκεια τῆς μυκηναϊκῆς ἤ ὑστεροελλαδικῆς ἐποχῆς, ἐξελίσσεται σέ πελαγίσιο μονοπάτι μεταξύ τοῦ μυκηναϊκοῦ και τοῦ μινωικοῦ πολιτισμοῦ.

Τό 375 μ.Χ. σημειώνεται ἰσχυρός σεισμός πού ἀλλάζει ριζικά τόν ἐδαφολογικό χάρτη τῆς περιοχῆς. Μέ τήν ἀποκοπή μέρους τῆς στεριᾶς ἡ Ἄκρα Μινώα, μετατρέπεται σέ νησί, τή Μονεμβασιά. Η σεισμική δόνηση προκάλεσε μεγάλες αλλαγές στη γεωλογική διαμόρφωση του τοπίου. Ἔτσι ὁ βράχος τῆς Μονεμβασιᾶς ἀπό τό «πέρας στενῆς καί μακρᾶς χερσονήσου» κατά τόν Παυσανία ἀποκόπτεται ἀπό τή λακωνική ἀκτή καί παίρνει τή μορφή νησίδας.


Τόν 6ο αἰ. μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Μαυρικίου, ἐγκαθίστανται κάτοικοι ἀπό τήν περιοχή τῆς Σπάρτης ἀναζητώντας ἀσφαλέστερη θέση γιά νά ἀποφύγουν τίς βαρβαρικές ἐπιδρομές. Ἡ ὕπαρξη τῆς πόλης ἐπιβεβαιώνεται ἀπό σποραδικές πληροφορίες ὅπως ὁ φοβερός λοιμός πού τήν ἐρήμωσε τό 746 μ.Χ. ἀλλά καί ἡ ἐπίθεση πού δέχτηκε ἀπό τόν Νορμανδικό στόλο, πού ὅμως ἀντιμετωπίστηκε.

Ἡ μεσαιωνική πολιτεία καταλαμβάνει τή νοτιοανατολική πλευρά τοῦ βράχου. Ὁλόγυρα περιβάλλεται μέ τεῖχος πού φθάνει μέχρι τήν κορυφή, ὅπου καί βρισκόταν ἡ ὀχυρωμένη ἀκρόπολή της. Σύμφωνα μέ τούς μελετητές ἡ πρώτη πόλη δημιουργήθηκε στήν κορυφή τοῦ βράχου, στό κάστρο, στόν «Γούλα», ὅπως εἶναι γνωστός, καί ἀργότερα ἐπεκτάθηκε χαμηλότερα. Ἀθέατη ἀπό τήν πλευρά τῆς στεριᾶς μέ ἀνοιχτό ὁρίζοντα πρός τή θάλασσα μποροῦσε νά ἐλέγχει τή θαλάσσια ἐπικοινωνία ἀπό καί πρός τή Δύση. Μοιραῖα ἔγινε στόχος τῶν πειρατῶν πού ἀπό τόν 11ο αἰώνα ταλαιπώρησαν τούς κατοίκους. Χάρη στή στρατηγική της θέση ἀναπτύχθηκε σέ ἐμπορικό κέντρο καί σημαντικό λιμάνι. Ἡ μοίρα της δέθηκε μέ τή θάλασσα καί οἱ μονεμβασιῶτες ναυτικοί συχνά ἐνίσχυαν τόν αὐτοκρατορικό στόλο στόν ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν σάν ναῦτες.

Ἡ ὑποταγή της στούς Φράγκους (1249) ἦταν ἔργο δύσκολο, καί ἔγινε  μέ τή βοήθεια τῆς Βενετίας καί μετά ἀπό πολιορκία τριῶν χρόνων. Οἱ κάτοικοι ἀντιστάθηκαν «ὡς τό κλουβί τό ἀηδόνι» καί ἀφοῦ σώθηκαν τά ἐφόδια καί ἀναγκάστηκαν «ἐφάγασι τούς ποντικούς ὁμοίως καί τά κατσία (γάτες)». Ἡ κατάκτηση ὅμως δέν κράτησε πολύ: τό 1259 τό κάστρο τῆς Μονεμβασιᾶς μαζί μέ τά κάστρα τοῦ Μυστρᾶ καί τῆς Μάνης, δόθηκαν στόν ἀνορθωτή τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο, ὡς ἀντάλλαγμα γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Βιλλεαρδουίνου, πού εἶχε ἡττηθεῖ καί συλληφθεῖ στή μάχη τῆς Πελαγονίας. Ὁ Μιχαήλ κάνει τή Μονεμβασιά ναυτική καί στρατιωτική βάση. Ἡ πόλη ἀναπτύσσεται οἰκονομικά χάρη στή ναυτική της δύναμη, ἀλλά καί στό, πολυδιαφημισμένο στίς ἀγορές τῆς Δύσης, μυρωδᾶτο κρασί της, τή Malvasia τῶν Βενετῶν, τό Malmsey τῶν Ἄγγλων καί συγχρόνως γνωρίζει πνευματική καί θρησκευτική ἄνθηση. Στό λιμάνι της ὑπῆρχε πάντοτε ζωηρή κίνηση καί οἱ ἔμποροι ἀπολάμβαναν εἰδικά προνόμια, γεγονός πού ἤλκυε ἰδιαίτερα τούς πειρατές. Τό 1292 δέχεται τή φοβερή ἐπίθεση τοῦ Καταλανοῦ Ρουτζιέρο ντέ Λιούρα, πού ἅρπαξε καί ὑλικά ἀγαθά καί ἀνθρώπους. Ἡ οἰκονομική ἀνάπτυξη τῆς πόλης εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανής τήν περίοδο αὐτή.  Ὅμως συντείνει στήν ἰσχυροποίηση ὁρισμένων οἰκογενειῶν (π.χ. Μαμωνᾶ, Δαιμονογιάννη), οἱ ὁποῖες οὐσιαστικά κυβερνοῦν τή Μονεμβασιά καί κάποιες στιγμές θέλουν νά τήν ἀπαγκιστρώσουν ἀπὀ τήν κεντρική ἐξουσία. Ἀκολουθεῖ μιά μικρῆς διάρκειας κατοχή τῶν Βενετῶν (1419-1431).


Ὅταν βραδιάζει ἡ καστροπολιτεία εἶναι ἀκόμα πιό ὄμορφη!


Μετά τήν κατάληψη τῆς Πελοποννήσου ἀπό τούς Τούρκους (1460) καί τή φυγή τοῦ δεσπότη τοῦ Μυστρᾶ Δημητρίου Παλαιολόγου στόν σουλτάνο, ἡ Μονεμβασία μένει μόνη ἐλεύθερη πόλη. Οἱ κάτοικοί της ἀναγνωρίζουν ἄρχοντά τους τόν Θωμᾶ Παλαιολόγο -πού εἶχε μεταβεῖ στό μεταξύ στήν Ἰταλία- ὁ ὁποῖος, μή ἔχοντας τή δυνατότητα νά τήν κρατήσει, τή θέτει ὑπό τήν προστασία τοῦ Πάπα Πίου Β´, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ἡ Μονεμβασία θά ἀποτελέσει ὁρμητήριο σταυροφορίας γιά τήν ἐπανάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης. Αὐτό φυσικά δέν ἔγινε καί ὁ πάπας παραχώρησε τήν πόλη στούς Βενετούς (1462), οἱ ὁποῖοι τήν κράτησαν ὡς τό 1540, ὁπότε τήν πῆραν οἱ Τοῦρκοι ὕστερα ἀπό πολιορκία τριῶν ἐτῶν. Τό 1690 τήν ξαναπῆραν οἱ Βενετοί ὕστερα ἀπό σκληρές καί μακροχρόνιες μάχες, γιά νά τήν πουλήσουν ξανά στούς Τούρκους τό 1715 . Αὐτοί τήν κράτησαν μέχρι τό 1821, ὁπότε ἀπελευθερώθηκε πρώτη ἀνάμεσα στίς ὀχυρές πόλεις τῆς Πελοποννήσου, συγκεκριμένα στίς 23 Ἰουλίου 1821. Οἱ πολλοί καί μεγάλοι ναοί, πού χτίστηκαν στά χρόνια τῆς ἐνετοκρατίας, μαρτυροῦν πώς τήν περίοδο ἐκείνη ἡ Μονεμβασιά εἶχε γνωρίσει οἰκονομική ἀκμή. Ἀντίθετα, τήν περίοδο τῆς Β´ Τουρκοκρατίας ἡ παρακμή ἦταν πιά αἰσθητή. Τήν ἐποχή τοῦ Ὄθωνα σχεδιάστηκε ὁ ἐκσυγχρονισμός τῆς μεσαιωνικῆς πόλης καί σέ ὅλο τόν 19ο καί 20ό αἰώνα συνεχίστηκε ἡ οἰκοδομική δραστηριότητα μέ τή συνένωση ἐρειπωμένων κτηρίων καί τή δημιουργία νέων. Μέ αὐτή τή μορφή ἡ πολιτεία ἔφθασε μέχρι τίς μέρες μας. Στήν ἀπέναντι ἀπό τή γέφυρα ἀκτή, δημιουργήθηκε ἕνας σύγχρονος οἰκισμόςς ἀπό τούς πρόσφυγες, πού κατέφυγαν ἐδῶ μετά τή Μικρασιατική καταστροφή καί ἀναπτύχθηκε πολύ τά τελευταῖα χρόνια. Ἐδῶ ἐγκαταστάθηκαν οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῆς Μονεμβασιᾶς, στήν ὁποία δέν ἔμειναν παρά ἐλάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι.



Μαλβάζια

Ἡ κινητικότητα τοῦ ἐμποροναυτικοῦ στόλου πού διέθετε ἡ Μονεμβασιά, συνέτεινε καί στίς ἐξαγωγές τοῦ περίφημου κρασιοῦ μαλβάζια (vinummalvasium) πού ἦταν προϊόν τοπικῆς προέλευσης, ἀποτελοῦσε ἀγαθό πολυτελείας καί χρησιμοποιοῦνταν στά τραπέζια ἠγεμόνων καί βασιλέων. Τό κρασί αὐτό προερχόταν ἀπό τήν ποικιλία θράψα, ἦταν χρώματος ἀσπροκόκκινου καί γλυκό στή γεύση. Παρασκευαζόταν ἀπό οἰνοποιούς τῆς περιοχῆς καί ἀποκαλοῦνταν «ὁ ἀνθοσμίας τῶν ἀρχαίων».

«Πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες κράτησε ἡ κυριαρχία τοῦ ἑλληνικοῦ οἴνου Malvasia στίς ξένες ἀγορές τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης: ἄρχισε νά παράγεται πρίν ἀπό τὀν 13ο αἰώνα στή βυζαντινή Μονεμβασιά... Κανένα ἄλλο κρασί δέν απόχτησε τόση φήμη κατά τόν Μεσαίωνα καί τήν Ἀναγέννηση καί κανένα ὄνομα κρασιοῦ ἀπό τότε μέχρι σήμερα δέν ἔχει τόσο ἐνδιαφέρουσα ἱστορία....(ἀπό τό βιβλίο «Τά Κυριακάτικα» τῆς Σταυρούλας Κουράκου - Δραγώνα).

Στό συγκεκριμένο κρασί μάλιστα γίνεται ἀναφορά καί στόν Ριχάρδο Γ' τοῦ Σαίξπηρ: «Νά μέ πνίξετε σ' ἕνα βαρέλι μέ κρασί Μalvasia!». Ὁ ἀκριβής τρόπος παρασκευῆς τοῦ κρασιοῦ παραμένει ἄγνωστος, καθώς οἱ Τούρκοι ἀπαγόρευσαν τήν παραγωγή του τό 1545.

Οἰνοποιητική Μονεμβασιᾶς  

Ἡ Οἰνοποιητική Μονεμβασιᾶς ἱδρύθηκε τό 1997, στή Μονεμβασιά Λακωνίας, ἀπό τόν Γιῶργο καί τήν Ἕλλη Τσιμπίδη. Ἐμπνευσμένοι ἀπό τόν μύθο τοῦ χαμένου στό χρόνο Μαλβαζία οἴνου καί μέ γνώμονα τήν ἀγάπη γιά τόν τόπο τους καί τήν πίστη στίς δυνατότητές του, πῆραν τή μεγάλη ἀπόφαση νά ξεκινήσουν ἀπό τό μηδέν ἕνα οἰνοποιεῖο.

Τό μεράκι κι ἡ ἀφοσίωση στήν ἀναβίωσή τοῦ μεσαιωνικοῦ Malvasia τούς ἔστρεψε στήν ἀναζήτηση τῶν γηγενῶν ποικιλιῶν καί τῶν παραδοσιακῶν τρόπων οἰνοποίησής τους. Μέσα σέ αὐτό τό ταξίδι ἀνακάλυψαν καί πειραματίστηκαν μέ παλιές, σπάνιες ποικιλίες τῆς περιοχῆς κι ἔτσι ἀναδείχθηκαν ἡ Μονεμβασιά, ἡ Κυδωνίτσα, τό Ἀσπρούδι καί τό Μαυρούδι (https://www.monemvasiawinery.gr).

Δέν παραλείψαμε φυσικά νά ἐπισκεφθοῦμε τό οἰνοποιεῖο καί νά δοκιμάσουμε τά κρασιά τους! Τέτοιες προσπάθειες ἀξίζουν πολλῶν πολλῶν συγχαρητηρίων. Τό μεράκι καί ἡ αγάπη εἶναι ἔκδηλα. Μᾶς συγκίνησε ἰδιαίτερα ἡ ὁλιγόλεπτη συζήτηση μέ τήν οἰνολόγο, κόρη Τσιμπίδη, ὅπου καταλάβαμε ὅτι ἡ φλόγα ἔχει ἤδη περάσει στή νεότερη γενιά!


Ἡ ἐπίσκεψη στήν Μονεμβασιά ἔγινε τόν Σεπτέμβριο τοῦ '22 ἀπό τήν γράφουσα καί τίς τρεῖς φιλενάδες! Ὅλες οἱ φωτογραφίες εἶναι δικές μας.