Καλαβρία: Γεράκι καί Βούας

2019-07-16

Γεράκιον, Γεράκι, Ἰέραξ ἤ ἀλλιῶς μέ τή σημερινή του ὀνομασία Gerace. Ἄν καί ἡ πόλη βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή θάλασσα, εἶναι χτισμένη πάνω σέ ἕναν κατακόρυφο βράχο ὕψους 500 μέτρων, μέ πανοραμική θέα πρός τό πέλαγος.

Γεράκι Καλαβρίας

Τό Γεράκι κατοικεῖται ἀπό τούς νεολοθικούς χρόνους. Ἡ νέα πόλη χτίστηκε ἀπό κατοίκους τῶν παραθαλάσσιων περιοχῶν, κυρίως ἀπὀ τούς Λοκρούς, πού ἤθελαν νά ἀποφύγουν τούς Σαρακηνούς (915 μ.Χ.). Ὁ μῦθος λέει ὅτι ἀκολουθώντας ἕνα γεράκι, ἀνέβηκαν πάνω στό βουνό καί βρῆκαν τήν τοποθεσία, ὅπου ἀποφάσισαν νά ἱδρύσουν τή νέα τους πόλη. Τόν 6ο αἰῶνα ἔγινε μεγάλο θρησκευτικό καί στρατιωτικό κέντρο. Στό Γεράκι βρίσκεται τό μεγαλύτερο θρησκευτικό κτίριο τῆς Καλαβρίας, ἕνας νορμανδικός ναός. Ἐπίσης, ἐκεῖ βρίσκεται κι ἕνας ὑπερβολικά μικρός ναός, τοῦ San Giovannello, ὁ ὁποῖος χρονολογεῖται ἀπό τόν 10ο αἰ., ἀλλά καί ὁ ναός τῆς Santa Maria del Mastro (1083), ὁ ὁποῖος μέχρι τό 1480 λειτουργοῦσε ὡς ἑλληνική ἐκκλησία.

Οἱ εἴσοδοι γιά τήν παλιά πόλη εἶναι δύο. Ἀφήσαμε τό αὐτοκίνητο κοντά στή μία. Πλακόστρωτα δρομάκια, πολλές ἐκκλησίες (μεγάλες καί μικρές), σπίτια σέ ὤχρα. Οἱ χαρακτηριστικές τῆς Κάτω Ἰταλίας, ἀλλά καί τῆς Σικελίας, κόκκινες πιπεριές κοσμοῦν τήν εἴσοδο ἑνός μανάβικου.

Pepperoncini

Πιπεριές πού παράγονται κυρίως στήν ἰταλική ἐξοχή καί συνοδεύουν πάρα πολλά ἰταλικά πιάτα καί σάλτσες. Τό pepperoncini ξεκινᾶ μέ ἕνα κίτρινο χρώμα καί ὅσο ὡριμάζει τόσο σκουραίνει, καταλήγοντας σέ κόκκινη στά "γεράματά" της.

Ἐπισκεπτόμαστε τήν πλατεία μέ τίς τρεῖς ἐκκλησίες καί μετά ἀναζητοῦμε σκιά. Καφές καί κάτι νά τσιμπήσουμε (ἀλλοίμονο!). Φυσικά καί τό γκαρσόνι δέν μιλᾶ ἀγγλικά. Δέν μᾶς πειράζει καθόλου. Ἄλλωστε τό νά μάθεις κάτι στή γλῶσσα τοῦ κάθε τόπου, ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς περιπλάνησης. Ἀποφασίζουμε νά μάθουμε πῶς λένε τό τασάκι στά Ἰταλικά, κάτι πού δέν κατέστη ἐφικτό ὥς τό τέλος τῆς ἐκδρομῆς. Γελᾶμε! Ἔτσι, χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος λόγος... ὄχι τοὐλάχιστον πού νά τόν θυμόμαστε. Αὐτά τά γέλια τῶν διακοπῶν, πού ἁπλῶς δηλώνουν ὅτι χαίρεσαι τά πάντα, τά πιό ἀσήμαντα, τά πιό ἁπλά! Σημειωτέον ὅτι ἡ ὀμπρέλα τοῦ καφέ παρ' ὁλίγον νά μᾶς ἔρθει στό κεφάλι. Ὁ freddo εἶναι καί πάλι μιά ἀπογοήτευση, ὁπότε ἀποφασίζουμε ὁμοφώνως ὅτι τέρμα οἱ freddo στήν Ἰταλία!

Ἑπόμενος προορισμός ὁ Βούας ἤ ἀλλιῶς πως Bova. Ἀνυπομονοῦμε γιά τό πρῶτο στά σχέδιά μας ἑλληνόφωνο χωριό.

Ξανά στήν παραλιακή. Δρόμο παίρνουμε... δρόμο ἀφήνουμε. Χάνουμε τή στροφή πού θέλαμε διότι δέν ὑπάρχει καμμία σήμανση καί φθάνουμε στήν Bova Marina. Ἕνα μεγαλούτσικο καί ἀσχημούτσικο παραλιακό χωριό. Καμμία ταμπέλα καί ἐδῶ γιά τόν ὀρεινό Βούα ἤ Bova Superiore, ὅπως λέμε Ἄνω Βούας. Ρωτᾶμε δυό τρεῖς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι πρόθυμοι μέν, ἀλλά μιλᾶνε τόσο γρήγορα καί ἀκατανόητα γιά ἐμᾶς (μιλᾶνε στή γλῶσσα τους οἱ ἄνθρωποι) πού τό μόνο πού μᾶς μένει εἶναι sinistra καί ξανά sinistra καί κάτι γιά ἕνα γήπεδο καί μιά ράμπα. Περιφερόμαστε κάμποση ὥρα μέχρι νά συναντήσουμε τυχαῖα τό γήπεδο καί τήν ἀνηφόρα στό πλάι του. Ἔχουμε περάσει μπροστά καί ἀπό ἕνα μεγάλο κτίριο μέ τήν ἐπιγραφή, στά ἑλληνικά, Ἰνστιτοῦτο Ἑλληνικῶν Σπουδῶν (νομίζω). Ἦταν κλειστό, ὅμως.

Ἀνηφορίζουμε λοιπόν. Ὁ δρόμος εἶναι στενός, τό τοπίο ὀρεινό, βραχῶδες καί ὄμορφο. Ταμπέλα καμμία. Εὐτυχῶς κάποια στιγμή εἴδαμε ἕνα χωριό σέ ἕνα ἀπέναντι βουνό καί καταλάβαμε ὅτι πᾶμε πρός τή σωστή κατεύθυνση. Λίγο πρίν τό χωριό ἕνα agriturismo ξενοδοχεῖο μέ πολλά παρκαρισμένα αὐτοκίνητα μᾶς κάνει νά πιστέψουμε ὅτι τό χωριό ἔχει ζωή.

Ἐξηπατήθημεν! Φθάνουμε στήν πλατεία τοῦ Βούα καί ἐκτός ἀπό ἐμᾶς περιφέρονται 2-3 ἄτομα ἀκόμα τό πολύ.

Βούας

Ἕνας ὄμορφος μῦθος σχετικά μέ τόν Βούα, ἀναφέρει πώς μιά γιγάντια Σπαρτιάτισσα βασίλισσα, μέ τά βόδια της, ἐγκαταστάθηκε στό μέρος αὐτό μέ τό λαό της. Ἡ ἴδια μάλιστα ἄφησε ἕνα τεράστιο ἀποτύπωμά της στό βράχο. Ὁ λαός ἔβοσκε τά βόδια του στά πλούσια βοσκοτόπια τῆς περιοχῆς καί τό μέρος ὀνομάστηκε Βούας (βοῦς). Μέ τά χρόνια οἱ Ἰταλοί μετέτρεψαν τό «υ» σέ «v» κι ἔτσι προέκυψε ἡ Bova.

Ἐκπληκτική θέα, ὄμορφα δρομάκια καί σπίτια, ταμπέλες στά ἑλληνικά... ἀλλά ἐρημιά. Ἦταν βέβαια μεσημέρι καί ἴσως οἱ ὅποιοι κάτοικοι εἶχαν ἀποσυρθεῖ γιά τή σιέστα τους. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν τό περπατήσαμε καί πολύ. Λίγο ἡ ὥρα- περασμένες τρεῖς - λίγο ἡ ταλαιπωρία νά φθάσουμε ὥς ἐδῶ, λίγο ἡ ἐρημιά μᾶς ἀπόκαμε.

Καθήσαμε στήν πλατεία, ὅπου εὐτυχῶς ἦταν ἀνοικτό ἕνα καφενεδάκι, cooperativa, νά ἀνασυνταχθοῦμε. Τό σχεδιο ἦταν νά συνεχίσουμε τήν ἀνάβαση στό βουνό γιά νά βροῦμε τό Ροχούδι superiore, τό χωριό φάντασμα, καί μετά τό Galiciano. Ἡ κούραση, τά σύννεφα πού μαζεύονταν πιό ψηλά καί ἡ προχωρημένη ὥρα μᾶς ὁδήγησε σέ ἀλλαγή σχεδίων. Ἴσως αὐτή τήν ἀνάβαση τήν κάνουμε μιά ἄλλη φορά. Ἤπιαμε τόν καφέ μας, μιλώντας ὅσο τό δυνατόν πιό δυνατά ἑλληνικά. Βρισκόμαστε ἄλλωστε σέ ἕνα ἀπό τά κεντρικά χωριά τῆς ἑλληνόφωνης Καλαβρίας. Κανένας δέν μᾶς ἀπάντησε!

Φωτογραφίες

Ἑλληνόφωνα χωριά

Γιά τήν καταγωγή τῶν Ἑλληνοφώνων τῆς Καλαβρίας καί τῆς Ἀπουλίας ἔχουν γίνει, καί γίνονται, πολλές συζητήσεις μεταξύ τῶν ἐπιστημόνων τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων. Δύο εἶναι οἱ πλέον ἐπικρατοῦσες θεωρίες:

Κατά τήν πρώτη, εἶναι ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας, τοῦ β΄ ἀποικισμοῦ, πού ἔγινε τέσσερις μέ πέντε αἰῶνες π. Χ. καί γι΄ αὐτό ὑπάρχουν τόσα πολλά Δωρικά καί Αἰολικά στοιχεῖα στή γλῶσσα τους. Κατά τήν πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, οἱ κάτοικοι αὐτοί ἐνισχύθηκαν ἀπό ἐπήλυδες Ἕλληνες τῆς Μ. Ἀσίας, Τραπεζοῦντος, Μακεδονίας, Ἠπείρου κ.λπ. χωρίς φυσικά νά πάψουν ποτέ νά δέχονται καινούργιους ἀποίκους Ἕλληνες, "πού τούς χάλασαν τή γλῶσσα", ὅπως χαρακτηριστικά ὑποστηρίζουν οἱ σημερινοί ἐντόπιοι λόγιοι. Τή θεωρία αὐτή ὑποστηρίζει ὁ G. Rohlfs, ὁ μεγαλύτερος, ἴσως, σύγχρονος φιλέλληνας, σπουδαῖος γλωσσολόγος, καί τόν ὁποῖο δέχονται οἱ περισσότεροι μορφωμένοι Ἑλληνόφωνοι τῆς Καλαβρίας.

Κατά τή δεύτερη θεωρία τῆς ὁποίας προΐστανται οἱ Ἰταλοί G. Morosi καί A. Pellegrini, μεγάλες Ἑλληνικές μάζες ἀπό ἐδάφη τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, πρό πάντων κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας - ἥτοι ἀπό τόν 6ο ὥς τόν 9ο αἰώνα μ.Χ.- μετακινήθηκαν στή Δύση καί ἀνέπτυξαν ἀξιόλογο πολιτισμό μέ Βυζαντινά μοναστήρια καί ἄλλα ὀρθόδοξα κέντρα καί ἔκτοτε δέν εἶχαν καμία ἐπαφή μέ τόν ὑπόλοιπο ἑλληνικό κόσμο. Ἄν σκεφθεῖ δέ κανείς τήν ἀκμή καί τήν παρουσία στήν Ἰταλία στρατιωτῶν τοῦ ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας, τήν ἰσχυρή Βυζαντινή μετοικεσία, καταλαβαίνει γιατί ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλούς ὑποστηρικτές.

Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοῦ G. Rohlfs, τοῦ Γερμανοῦ γλωσσολόγου, πού ἀφιέρωσε 60 χρόνια ἐρευνώντας τήν περιοχή καί γράφοντας βιβλία, ἄρθρα καί λεξικά γιά τόν γλωσσικό θησαυρό τῶν ἐπιζώντων Ἑλλήνων σ' αὐτά τά μέρη, ἰσχύει ἡ πρώτη θεωρία. Ἐπιχειρήματα ἀδιάσειστα προσκόμισαν γιά τήν ὑποστήριξη τῆς θεωρίας αὐτῆς καί οἱ Ἕλληνες ἐπιστήμονες Καρατζάς, Χατζιδάκις, Κουκουλές, Καψωμένος, Παπαρρηγόπουλος, Καλονάρος, Καραναστάσης κ.ἄ., σχεδόν ὅλοι ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα τοῦτο, ἐκτός ἀπό τόν Ζαμπέλιο.

Ἡ ἀπομόνωση τῶν ἑλληνόφωνων πληθυσμῶν στίς περιοχές τους μέχρι τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέ ἕνα κλειστό σύστημα ἐπικοινωνίας καί ἐλάχιστη ἐπαφή μέ τά γειτονικά ἀστικά κέντρα, ἐπέτρεψε σ' αὐτούς τούς πληθυσμούς καί στή γλῶσσα τους νά ἐπιβιώσουν ὥς σήμερα" (ἀπό τό βιβλίο τοῦ Rocco Aprile: Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Σαλέντο, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, 1996).

Οἱ Ἑλληνόφωνοι δέν ὀνομάζουν ἑαυτούς Ἕλληνες, οὔτε Γραικούς, οὔτε Greci, ὅπως τούς λένε οἱ Ἰταλοί, ἀλλά χρησιμοποιοῦν τή λέξη Griko πού δέν χρησιμοποιεῖται στήν Ἑλλάδα. Τό ἰδίωμά τους λέγεται Grecanico στήν Καλαβρία καί Griko στήν Ἀπουλία ἤ Grecia Salentina, ὅπως συνηθίζεται νά λέγεται. Ἔτσι λένε: immasto Graeci στήν Καλαβρία ἤ mesta Griki στό Σαλέντο, ἤ λένε: plateome grika ἤ omilume griko στό Σαλέντο. Γράφουν σήμερα δέ τίς ἑλληνικές λέξεις μέ λατινικούς χαρακτῆρες. Αὐτή ἡ λέξη griko (γρῆκος) προέρχεται μάλλον ἀπό τόν Ὀσκανικό τύπο grecus ἤ gricus (=Λατινικό Graecus), πού εἶναι ἕνα καλό ἐπιχείρημα ὅτι εἶναι πολύ κοντά στίς κλασικές ρίζες τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.

Σήμερα, οἱ Ἑλληνόφωνοι ἔχουν ἀναγνωρισθεῖ ὡς γλωσσική μειονότητα. Ὄχι μόνο γιά τή διδασκαλία της στά σχολεῖα ἀλλά -μεταξύ τῶν ἄλλων- καί τή χρήση της στά δικαστήρια τῆς ἰταλικῆς ἐπικράτειας, ὅπου οἱ ὁμιλοῦντες τή διάλεκτο θά μποροῦν νά ὑπερασπίζονται τούς ἑαυτούς τους στή μητρική τους γλῶσσα.


Ἡ ἐπίσκεψη στό Γεράκι καί τόν Βούα ἦταν μέρος ἑνός πενθήμερου ὁδοιπορικοῦ στήν Κάτω Ἰταλία στά τέλη Αὐγούστου τοῦ 2018, ἀπό τήν γράφουσα καί τίς δύο φιλενάδες! Ὅλες οἱ φωτογραφίες εἶναι δικές μας.