Καλαβρία: Στύλος καί Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεριστής

2019-07-13

Δέν φθάνει ἕνα ταξίδι γιά νά γνωρίσει κανείς τήν Μεγάλη Ἑλλάδα (Magna Grecia). Ἔστω κι ἄν διαθέτει χρόνο, οἱ πληροφορίες, οἱ ἐντυπώσεις, τά ἐρεθίσματα εἶναι τόσα πολλά πού ἀπαιτεῖται... ἐπανάληψη! Τό συγκεκριμένο ὁδοιπορικό ἔγινε στά τέλη Αὐγούστου 2018, στήν Καλαβρία καί κράτησε 5 μέρες. Τρεῖς φιλενάδες, φιλομαθεῖς καί εὔθυμες! Ἐδῶ θά ἀναφερθοῦμε στήν πρώτη μέρα τοῦ ταξιδιοῦ καί συγκεκριμένα σ' ἕνα πανέμορφο βυζαντινό χωριό, τόν Στύλο (Stilo) καί τήν παρακείμενη (σχετικά) Μονή τοῦ Ὀσίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ.

Ἄφιξη στό ἀεροδρόμιο Lamezia Terme μέ ἐλικοφόρο τῆς Aegean (νέα, σχετικά, σύνδεση τῆς Aegean, μέ ἀρκετά φθηνά εἰσητήρια... ἀλλά μικρά ἀεροπλάνα). Παραλαβή τοῦ αὐτοκινήτου μας: ἕνα πεντακάθρο, ἄσπρο Renault Clio. Tό ὁδοιπορικό ξεκινᾶ μέ κατεύθυνση τό Ἰόνιον Πέλαγος. Τό ἀρχικό ψιλόβροχο γρήγορα δίνει τή θέση του στόν ἥλιο.

Σκοπός μας νά διασχίσουμε τήν Καλαβρία ἀπό Δυσμάς πρός Ἀνατολάς. Πρώτη στάση σέ μιά παραλία τοῦ Ἰονίου γιά βουτιές καί στή συνέχεια, κατευθυνόμαστε πρός τόν πρῶτο σταθμό τοῦ ταξιδιοῦ, τόν Στύλο (Stilo). Ἀφηγούμαστε ἡ μία στήν ἄλλη ὅ,τι θυμόμαστε ἀπό τήν ἱστορία τῆς Καλαβρίας.


Καλαβρία

Ἡ Καλαβρία ὑπῆρξε γιά μιά περίπου χιλιετία σημαντικό κέντρο τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὅλα ξεκίνησαν στά τέλη τοῦ 8ου π.Χ. αἰώνα, ὅταν Ἕλληνες ἄποικοι ἐγκαταστάθηκαν στά ἀνατολικά παράλια τῆς Σικελίας καί τῆς Κάτω Ἰταλίας, ἱδρύοντας ἀποικίες καί χαρίζοντας στήν περιοχή τό ὄνομα Μεγάλη Ἑλλάδα. Στήν Καλαβρία καί τή Σικελία ἱδρύθηκαν καί ἤκμασαν σημαντικές πόλεις ὅπως ἡ Ἐλέα, ὁ Τάρας, ἡ Σύβαρις, ὁ Κρότων, οἱ Ἐπιζεφύριοι Λοκροί, τό Ρήγιον, ἡ Μεσσήνη, ἡ Κατάνη καί κυρίως οἱ Συρακοῦσες. Οἱ Ρωμαῖοι μέ τήν κατάκτηση καί τή λεηλασία τῶν Συρακουσῶν στά 212 π.Χ. ἑδραίωσαν τήν κατοχή τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος. Φρόντισαν ὅμως νά σκοτώσουν τόν Ἀρχιμήδη. Ἦταν ἡ προσφορά τους στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης! Σίγουρα ἡ περιοχή ἦταν ὁ τόπος, ὅπου οἱ Ρωμαῖοι ἦρθαν σέ ἐπαφή μέ τόν ἑλληνικό πολιτισμό. Ὁ Ἑλληνισμός μετέφερε καί τόν Χριστιανισμό στή Δύση. Ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός Ρωμαίους γράφτηκε στά Ἑλληνικά, ἡ ἀρχική ἐκκλησιαστική γλῶσσα τῆς Ρώμης ἦταν ἡ ἑλληνική, ὅπως μαρτυροῦν καί οἱ κατακόμβες της. Ὁ Ἑλληνισμός, χριστιανικός πιά, ἄντεξε καί μετά τίς γοτθικές ἐπιδρομές τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ. Ὅταν τόν ἑπόμενο αἰώνα ὁ Ἰουστινιανός ἔστειλε τόν στρατηγό Βελισσάριο νά ἀνακτήσει τήν περιοχή ἀπό τούς βαρβάρους "αὐτῷ (Βελισσαρίῳ) προσεχώρουν ὁσημέραι οἱ ταύτῃ ἄνθρωποι", γιατί ἀνῆκαν στό ἴδιο Γένος καί γι' αὐτό οἱ Ρωμηοί φυσιολογικά ἐπιβλήθηκαν ἐπί αἰῶνες. Οἱ Φράγκοι ἱστορικοί μιλοῦν γιά "ἐκβυζαντινισμό" τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ προηγουμένως φρόντισαν νά ὑψώσουν ἀδιαπέραστα τείχη μεταξύ τῶν διαφόρων ἱστορικῶν περιόδων. Δέν ἔχουμε, ἐξ ἄλλου, καμία μάχη τῶν "Βυζαντινῶν" ἐναντίον τῶν Καλαβρῶν, γιατί ἁπλούστατα δέν θά μποροῦσαν νά πολεμήσουν ἐναντίον τοῦ λαοῦ τους! (Μοναχός Κοσμᾶς, ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΡΙΣΤΟΥ ΚΑΛΑΒΡΙΑΣ). Γύρω στό 580, ὅμως οἱ Λογγοβάρδοι ἔφθασαν μέχρι τόν Τάραντα. Ἔτσι οἱ Ρωμηοί ἔδωσαν τ' ὄνομα τῆς ἀρχαίας Καλαβρίας (Ἀπουληίας) στή σημερινή ὁμώνυμη περιοχή γιά λόγους κύρους, ἐπειδή ἔχασαν ἐκεῖ πολλά μέρη ἀπό τούς εἰσβολεῖς. Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ στή Μέση Ἀνατολή ἀνάγκασε πολλούς ὀρθοδόξους μοναχούς νά καταφύγουν στή Μεγάλη Ελλάδα. Ἡ φυγή συνεχίσθηκε κι ὅταν οἱ Ἄραβες τόν 7ο αἰ. κατέκτησαν τήν Παλαιστίνη καί τή Συρία. Ὅμως, τό πιό μεγάλο πλῆθος τῶν μοναχῶν ἔφθασε ἐδῶ μέ τήν Εἰκονομαχία. Ὁλόκληρες μοναστικές ἀδελφότητες ἦρθαν σ' αὐτές τίς εἰκονόφιλες περιοχές, φέρνοντας μαζί τους βαθειά ἐκκλησιαστική καί θύραθεν παιδεία, κτιτορικά καί μοναστικά τυπικά, πολύτιμα χειρόγραφα, εἰκόνες καί ἅγια λείψανα. Στά 732/33 ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Γ' ὁ Ἴσαυρος, ἀντιδρώντας στήν εἰκονόφιλη στάση τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ὑπήγαγε τή Μ. Ελλάδα ἐκκλησιαστικά στήν Κωνσταντινούπολη, γεγονός τὀ ὁποῖο ἔμελλε νά ἔχει βαρύνουσες ἐπιπτώσεις στόν ἐκκλησιαστικό καί τόν ἐν γένει πολιτισμό τῆς περιοχῆς. Ὁλόκληρος ὁ βίος διαποτίζεται ἀπό τήν ἀνατολική πνευματικότητα, τά μοναστήρια ἀνέρχονται σ' ἑκατοντάδες κι ἀναδεικνύονται μεγάλες ὁσιακές μορφές (ὅ.π.). Στήν περιοχή, λοιπόν, θά ἐγκατασταθοῦν Βυζαντινοί στρατιωτικοί και πολιτικοί ὑπάλληλοι καί θά ἐνισχυθεῖ σημαντικά τό βυζαντινό στοιχεῖο, καθώς καί ὁ μοναχισμός μέ τή βυζαντινή του παράδοση, πού θά συμβάλει στήν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί διοίκησης. Σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς, μόνον κατά τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, δηλ. σέ διάστημα 120 ἐτῶν, 50.000 μοναχοί κατέφυγαν στή Δύση καί ἰδιαίτερα στἰς δύο ἑλληνόφωνες περιοχές, τήν Καλαβρία καἰ τήν Σικελία. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού ἀλλάζει ὁριστικά τήν κατάσταση εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ Μέλφι (1059), στήν ὁποία οἱ Νορμανδοί ἔδωσαν ὄρκο πίστεως στόν Πάπα καί ὑποσχέθηκαν νά ὑποτάξουν τή Μεγάλη Ἑλλάδα. Μέ τήνν κατάληψη τοῦ Παλέρμο (Πανόρμου) καί τοῦ Μπάρι (Βάρεως) στά 1071 οἱ κατακτητές προχώρησαν στήν ἐπί βάσεων ἐκκλησιαστική ἀναδιοργάνωση τῶν κτήσεών τους. Στή Σικελία εὔκολα τοποθέτησαν Φράγκους ἐπισκόπους, ἀλλά στήν Καλαβρία δυσκολεύτηκαν πολύ. Ἐδῶ ὁ ἐκλατινισμός, πολλές φορές βίαιος, διήρκεσε ἐπί μακρόν, γιατί ἡ ἀντίσταση τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν σθεναρή. Ἡ βαθμιαία ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὁ ἐπιτεινόμενος ἔλεγχος στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό καί οἱ διαρκεῖς κατακτήσεις ἀπό διάφορα ἔθνη ὁδήγησαν στήν παρακμή τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στόν Ἱέρακα (Gerace) ἀντικατέστησε τό ὀρθόδοξο τυπικό μέ τό λατινικό ὁ πρώην ἁγιορείτης Ἀθανάσιος Χαλκεόπουλος, στά 1480, ὡς λατίνος ἐπίσκοπος της πόλης, ἐνῶ στή Βούα (Bova) τό ἄλλαξε ὁ ἀρμενοκύπριος Ἰούλιος Σταυριανός στά 1572 (Μοναχός Κοσμᾶς). Ἡ παρακμή τῶν ἑλληνορρύθμων πιά μοναστηριῶν ἦταν ἐμφανής. Στά 1579 ὁ Πάπας γιά νά ἐπιτύχει τόν ἀπόλυτο ἐκλατινισμό ὀργάνωσε ὅλους τούς Ἕλληνες μοναχούς τῆς Μ. Ελλάδας σέ τάγμα, κατά τά δυτικά πρότυπα, στό γνωστό τάγμα τῶν Βασιλειανῶν. Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. ἀπό τά ἐλάχιστα ἑλληνόρρυθμα πού εἶχαν ἀπομείνει, ὁ Πάπας κατήργησε 13 στήν Καλαβρία. Ὅσον ἀφορᾶ τήν περιουσία, αὐτή καταπατήθηκε μέ διάφορους τρόπους, ὅπως μέ τἠν commenda, δηλαδή διά τῆς παραδόσεως αὐτῶν σέ διάφορα λαϊκά πρόσωπα - εὐγενεῖς πού "ἔπαιρναν" τά εἰσοδήματα. Ἐξ ἄλλου, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Νορμανδούς, οἱ διάφοροι κατακτητές δώριζαν μοναστήρια ὁλόκληρα στά φραγκολατινικά πού ἵδρυσαν οἱ ἴδιοι. Μέσα στόν γενικό ἐκλατινισμό διασώθηκαν δύο γλωσσικές νησίδες, τά γνωστά ἑλληνόφωνα χωριά τῆς Καλαβρίας καί τά ἐννέα τῆς Ἀπουλίας. Φάνηκε γιά λίγο ὅτι θά μποροῦσαν ν' ἀνασχέσουν αὐτήν τήν παρακμή οἱ πολυάριθμοι Ἕλληνες καί ἀλβανόφωνοι πού κατέφθασαν ἀπό τόν Μοριά καί τήν Ἤπειρο μετά τήν τουρκική προέλαση κατά τόν 15ο αἰ. Τελικά ἡ παπική ἐκκλησία ἀναγκάσθηκε στά 1919 νά ἱδρύσει τήν Οὐνίτικη ἐπισκοπή τοῦ Λοῦγκρο γιά τούς ἀλβανόφωνους τῆς Καλαβρίας. Γιά τούς ἀλβανόφωνους τῆς Σικελίας ἱδρύθηκε ἄλλη ὅμοια ἐπισκοπή στήν Piana dei Greci, ἔξω ἀπό τό Παλέρμο. Τρεῖς εἶναι οἱ παράγοντες πού ἐπέτρεψαν καί προκάλεσαν την ἐπιστροφή τῆς ὀρθοδοξίας στή Μεγάλη Ἑλλάδα. α) ἡ ἔντονη ἐπιθυμία μερικῶν πεφωτισμένων Καλαβρῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνέπτυξαν σχέσεις μέ τήν Ἑλλάδα καί ἰδιαίτερα μέ τό Ἅγιον Ὄρος, β) ἡ Ἐνωμένη Εὐρώπη, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει τήν ἄνετη καί ἀπρόσκοπτη κίνηση μεταξύ τῶν πολιτῶν τῶν κρατῶν - μελῶν της. γ) ἡ ἀποϊεροποίηση τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἐναγωνίως ἀναζητᾶ τό ἱερό ἀκόμη καί στίς ἐπικίνδυνες σέκτες καί τίς ἀποκρυφιστικές θρησκεῖες. Ἡ παρουσία μας σ' ἕναν τόπο πού εἶχε τραφεῖ μέ φιλοκαλικά κείμενα κατά τό παρελθόν εἶναι εὐπρόσδεκτη καί προκαλεῖ ποικίλες συζητήσεις, καλές περιέργειες καί ἐνδιαφέρουσες ἀναζητήσεις (Μοναχός Κοσμᾶς, ὅ.π.). Κοντά σ' ὅλα αὐτά πρέπει νά προσθέσουμε ὅτι ὁ περιφρονημένος ἰταλικός Νότος ἀρχίζει νά κατανοεῖ ὅτι μέ τόν Ἑλληνισμό γίνεται σεβαστός. Στήν μακραίωνη πνευματική του διαδρομή ὁ Ἑλληνισμός μεγαλούργησε, ὅταν ἀνοίχθηκε, ὅταν συναντήθηκε μέ ἄλλους πολιτισμούς. 


Ἀφήνουμε τόν παραλιακό «Καμένων Βούρλων» ἤ καλύτερα «Λούτσας», καί ἀνηφορίζουμε τό βουνό. Ὁ Στύλος ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Μιά πανέμορφη, ἄλλοτε κραταιά, βυζαντινή πολιτεία, πού διατηρεῖται σέ καλή κατάσταση καί δέν περιλαμβάνεται στούς τουριστικούς ὁδηγούς. Ἐμεῖς πάντως τυχαῖα τήν ἀνακαλύψαμε!


Στύλος (Stilo)

Ἡ πόλη ἱδρύθηκε μετά τήν καταστροφή τῆς Καυλωνίας ἀπό τόν τύραννο τῶν Συρακουσῶν, Διονύσιο τόν Νεώτερο. Γέμισε ἀπό κόσμο τά ἑπόμενα χρόνια, ὅταν πολλοί κάτοικοι τῶν γύρω περιοχῶν ἀνέβηκαν στό βουνό γιά νά ἀποφύγουν τίς συνεχεῖς ἐπιδρομές. Τόν 7ο αἰ. ἡ πόλη πέρασε στή Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Τότε ξεκίνησε κι ἡ χρυσή ἐποχή τῆς πόλης, ἡ ὁποία σηματοδοτήθηκε μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Στύλου. Ἔκτοτε ἔγινε σημαντικό βυζαντινό κέντρο τῆς Κάτω Ἰταλίας καί σημεῖο ἀντίστασης κατά τῶν Νορμανδῶν. Ἡ πόλη πέρασε καί μία δεύτερη περίοδο ἀνάπτυξης, τόν 18ο μέ 19ο αἰώνα ὅταν ἀνακαλύφθηκαν κοιτάσματα σιδήρου καί χαλκοῦ στήν εὐρύτερη περιοχή, μετατρέποντας την σέ κέντρο βιομηχανικῶν δραστηριοτήτων. Περπατώντας στήν πόλη σήμερα συναντᾶ κανείς ἀρκετά ἀρχοντικά κτίρια τά ὁποῖα θυμίζουν τό πλούσιο παρελθόν της, τό ὁποῖο καί τερματίστηκε μετά ἀπό τόν καταστροφικό σεισμό τοῦ 1783.


Ἄφιξη στό ξενοδοχεῖο μας, Hotel Città del Sole (τό ὁποῖο εἶναι ἀξιοπρεπέστατο παρεπιμπτόντως). Τακτοποίηση στό δωμάτιο καί πάλι στό δρόμο γιά μιά πρώτη ἐπίσκεψη στά βυζαντινά μνημεῖα τῆς περιοχῆς. Μετά ἀπό ἕνα γρήγορο καφέ στήν πλατεία κατευθυνόμαστε στήν περίφημη Cattolica (Καθολικό). Εἶναι ἡ μόνη βυζαντινή ἐκκλησία, χρονολογούμενη ἀπό τόν 9ο αἰώνα μ.Χ., ἡ ὁποία παραμένει ἄθικτη στόν χρόνο. Εἶναι πανέμορφη καί δεσπόζει πάνω ἀπό τόν Στύλο

Ἱερά Μονή Στύλου (Cattolica)


Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Στύλου ἱδρύθηκε τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. ἀπό Βυζαντινούς καί ἀποτέλεσε ἕως καί τά τέλη τοῦ 11ου αἰώνα τό κέντρο τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης καί τόν προμαχῶνα τῆς βυζαντινῆς Καλαβρίας. Ἡ ἱερά αὐτή μονή ἔχει τίς ρίζες της στό ἀπώτερο παρελθόν, ὅταν ὑπῆρχαν ἑλληνικές ἀποικίες στή νότια Ἰταλία, καί καθίσταται ἀκόμη πιό συναρπαστική ἀπό τίς πολυάριθμες Λαῦρες τοῦ ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ πού ἦταν ἐγκατεστημένες στήν περιοχή, τῶν Cattolica (ἀπό τό βυζαντινό καθολική - ναός μέ βαπτιστήριο), ὅπως τίς ὀνομάζουν οἱ Ἰταλοί σήμερα. Ὁ μικρός κύβος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, χτισμένος μέσα σέ ἕνα τοπίο γεμάτο βράχους καί πυκνή βλάστηση, φαίνεται νά ἀνατέλει ἀπό μία θάλασσα πρασίνου μεταξύ τῆς γῆς καί τοῦ οὐρανοῦ. Τό Καθολικό (Cattolica) μιμεῖται τήν κλασσική βυζαντινή ἐκκλησία σταυροειδοῦς σχεδίασης, μέ τρεῖς ἀψίδες καί μέ πέντε τρούλους. Οἱ τέσσερεις μαρμάρινοι κίονες στό ἐσωτερικό πιθανότατα προέρχονται ἀπό τά ἐρείπια τῆς ἀρχαίας πόλεως Καυλωνίας (Kaulon). Οἱ ἐκπληκτικές νωπογραφίες εἶναι ἕνα ἐξαιρετικό δεῖγμα νορμανδικῆς ζωγραφικῆς τοῦ 11ου αἰ.
Ἀφήνουμε τόν Στύλο πίσω μας γιά νά προλάβουμε νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεριστή πρίν νυχτώσει. Περνᾶμε ἀπό τό Bivongi καί συνεχίζουμε ἀνηφορικά. Ὁ δρόμος ὅλο καί στενεύει καί γίνεται πιό τραχύς. Δέν συναντᾶμε κανένα ἄλλο αὐτοκίνητο. Τό πρῶτο κτῖσμα πού βλέπουμε εἶναι κι αὐτό μοναστήρι (οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι), ἀλλά πλήρως ἐγκατελειμένο.
Συνεχίζουμε ἀποφασιστικά τήν ἀνάβαση καί ἐπί τέλους ἀντικρίζουμε τό μοναστήρι τοῦ Ὀσίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ. Ὅλες ἔχουμε πολύ ἔντονα στό μυαλό μας τίς περιγραφές γιά τήν ἐξέλιξή του ἀπό τήν Φωτεινή Καϊμάκη. Ὁ περιβάλλων χῶρος εἶναι ἐξαιρετικά περιποιημένος καί νέα κτίσματα- κελιά, ἔχουν οἰκοδομηθεῖ.

Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεριστής


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεριστής γεννήθηκε σ' ἕνα χαρέμι, στό Παλέρμο τῆς Σικελίας γύρω στό 1000 μ.Χ. ἀπό μιά σκλάβα Καλαβρέζα. Μέ προτροπή τῆς μητέρας του, ὁ Ἰωάννης ἐγκαθίσταται στήν Καλαβρία, ὅπου βαπτίστηκε Χριστιανός καί ἔγινε μοναχός. Μόνασε στή Μονή τοῦ Στύλου, ὅπου ἀπέκτησε τό προσωνύμιο Θεριστής, ἐπειδή ὁ ἡγούμενος, γιά νά τοῦ ἐμφυσήσει τήν ταπείνωση, τοῦ ἐπέβαλλε νά ἀναλάβει αὐτά τό διακόνημα. Σύμφωνα μέ μία ἄλλη ἐκδοχή, ὁ Ἰωάννης πού εἶχε προκόψει πολύ στά πνευματικά, πῆρε τήν προσωνυμία τοῦ Θεριστῆ, ὅταν, μέ τρόπο θαυμαστό μάζεψε τα στάχυα των θεριστών: κάποτε στό Ροβιάνο, κοντά στό Μοναστεράτσε, ζοῦσε ἕνας εὐεργέτης πού κάθε χρόνο, μετά τό θερισμό, ἔδινε λίγο στό μοναστήρι. Τόν μήνα Ἰούνιο ὁ Ἰωάννης πῆγε νά τόν βρεῖ, παίρνοντας μαζί του κι ἕνα μικρό παγούρι κρασί. Καθώς διάβαινε ἀνάμεσα στά χωράφια, οἱ χωρικοί ἄρχισαν νά τόν περιπαίζουν, ἀλλά ὁ πράος Ἰωάννης τούς πλησίασε καί ἔδωσε σέ ὅλους νά φᾶνε καί νά πιοῦνε. Ὅλοι ἔτρωγαν τό ψωμί καί ἔπιναν κρασί, ἀλλά τό ψωμί δέν τελείωνε, οὔτε ἄδειαζε τό παγούρι. Μόλις τό εἶδε αὐτό ὁ Ὅσιος, γονατιστός, εὐχαρίστησε τόν Θεό. Ξαφνικά σκοτείνιασε ὁ οὐρανός, ἐνῶ ἦταν μεσημέρι, καί μιά μπόρα ἔπεσε στόν κάμπο. Οἱ θεριστές ἔτρεξαν νά προστατευθοῦν. Μόνον ὁ Ἰωάννης ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος. Μόλις κόπασε ἡ βροχή, γύρισαν οἱ θεριστές γιά τή δουλειά τους καί βρῆκαν θερισμένα ὅλα τά στάχυα, δεμένα στή σειρά δεμάτια καί στεγνά. Γι' αὐτό καί ὀνομάσθηκε Θεριστής. 

Μετά τήν ἵδρυση τῆς μητρόπολης Ἰταλίας, στήν Καλαβρία ἱδρύθηκε, σέ τοποθεσία ὅπου προϋπῆρχε παλιά βυζαντινή μονή, σύγχρονη Μονή ἡ ὁποία πρός τιμήν του ὀνομάστηκε Ἱερά Μονή Ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Θεριστῆ. Κι ἐνῶ ὅλα ἔδειχναν ὅτι ἡ Μεγάλη Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μόνον ὑπόθεση τῆς ἀρχαιολογίας, μιᾶς καί ὅλη ἡ περιοχή εἶναι κατάσπαρτη ἀπό ἐρείπια ναῶν, μοναστηριῶν, σπηλαίων καί ὀρθοδόξων τοπωνυμιῶν, ἁγιορεῖτες μοναχοί ἐγκατεστάθηκαν στό ἐρειπωμένο μοναστήρι τό φθινόπωρο τοῦ 1994. Οἱ δύο Ἕλληνες Ἁγιορεῖτες πατέρες, Κοσμᾶς Παπαπέτρου καί Γεννάδιος Ντελῆς, κοπίασαν γιά τήν ἀναγέννηση τῆς Μονῆς ἀπό τό 1994 ἕως τὀ 2008. Τό 2001 ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐπισκέπτεται τό μοναστήρι και τελεῖ τή λειτουργία. Ὁ π. Κοσμᾶς ἀναπαύεται στό Ἄγιον Ὄρος ὅπου ἐκοιμήθη ξαφνικά τό 2010. Σήμερα τό Μοναστήρι δέν εἶναι πλέον μιά ἔρημος ὅπως στόν καιρό τῶν πατέρων Κοσμᾶ καί Γενναδίου, ἀλλά τό πιό ἀκμάζον Ὀρθόδοξο Κοινόβιο στήν Ἰταλία. Βέβαια, ὑπῆρξε μῆλον τῆς ἔριδος. Δύο ἀδελφές ὀρθόδοξες μητροπόλεις ἔφθασαν στά δικαστήρια. Τό 2010 ἡ ἀπόφαση ἀνωτάτου δικαστηρίου τῆς Ἰταλίας δικαιώνει τόν δῆμο τοῦ Βivongi νά τό παραχωρήσει στή Μητρόπολη τοῦ Ρουμάνικου Πατριαρχείου στήν Ἰταλία καί ἀπρρίπτει τίς αἰτιάσεις τοῦ Μητροπολίτη Ἰταλίας Γεννάδιου Ζερβοῦ. Ἡ ἀδελφότητα ἀποτελεῖται πλέον ἀπό Ρουμάνους πού ἀσκοῦνται στή μοναχική ζωή. Οὐδείς Ἕλλην πλέον!


Δύο δυσάρεστες ἐκπλήξεις μᾶς περιμένουν: Ἕνας καλόγερος πού βρίσκεται μέσα στὸ ἐκκλησάκι μουρμουρίζοντας κάτι, μᾶς χαιρετᾶ καί ἐξαφανίζεται! Ἔκτοτε δέν εἴδαμε κανέναν. Ἀποροῦμε πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχουν φθάσει στό πουθενά τρεῖς γυναῖκες μόνες τους καί νά μή βγαίνει οὔτε ἕνας νά χαιρετήσει. Δεύτερη ἔκπληξη, τό ἐσωτερικό τῆς ἐκκλησίας εἶναι παραγεμισμένο μέ δυτικότροπες εἰκόνες καί καντηλέρια. Ἀνάβουμε πάντως τό κεράκι μας... Παίρνουμε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς κάπως σκεπτικές καί θλιμμένες. Οἱ περιγραφές τῆς Καϊμάκη, μᾶς εἶχαν προετοιμάσει γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ μοναστηριοῦ... ὅμως καί πάλι εἶναι ἀλλιῶς νά τό βλέπεις ἀπό κοντά. Ὑπέροχο ἀπ' ἔξω, ἀλλά κενό μέσα...

Φθάνοντας στόν Στύλο ἀναζητοῦμε τρατορία. Δέν ἔχουμε καί πολλές ἐπιλογές ἀπ' ὅτι φαίνεται. Σ' ἕνα στενό βλέπουμε τὴν ἐπιγραφή La Buca Del Re. Κατεβαίνουμε κάτι σκαλιά, βλέπουμε μία σάλα μέ λίγα τραπέζια μέσα σέ μία σπηλιά κυριολεκτικά. Ἄδεια... κανείς. Φωνάζουμε καἰ κάποια στιγμή ἀπό ἕνα ὑπόγειο βγαίνει μιά κοπελίτσα χαμογελαστή. Φυσικά δέν μιλᾶ ἀγγλικά... ἀλλά καταλαβαίνουμε ὅτι μποροῦμε νά φᾶμε ἐκεῖ. Στά σύν τοῦ μαγαζιοῦ ἕνα μεγάλο παράθυρο, διπλα στήν τουαλέτα, μέ ὑπέροχη θέα στό παλιό χωριό. Μέχρι τώρα δέν εἴχαμε καταλάβει πόσο ὄμορφο εἶναι. Ἡ παραγγελία ἔχει τίς δυσκολίες της... Τελικῶς τήν ἀφήνουμε νά φέρει ὅ,τι θέλει. Ὄχι καί τόσο ἔξυπνη κίνηση! Τό φαγητό εἶναι ἀρκετά καλό. Αntipasti, pasta ragu καί κρασί. Ὁ λογαριασμός δέν εἶναι τόσο καλός... ἦταν τελικά τό πιό ἀκριβό ἐστιατόριο τῆς ἐκδρομῆς!

Ξυπνᾶμε ξεκούραστες, σχετικά νωρίς, 7.30 τό πρωί - βεβαίως, ἀφοῦ εἴχαμε κοιμηθεῖ μέ τίς κότες! Ἡ θέα ἀπό τό παράθυρό μας ἐξαιρετική. Μαζεύουμε τά πράγματά καί κάνουμε μιά πρωϊνή βόλτα στόν Στύλο. Τό χωριό εἶναι πράγματι πανέμορφο, λουσμένο στόν πρωϊνό ἤλιο. Στενά σοκάκια, μπουγάδες καί μεταφορά προμηθειῶν!

Ἀποχαιρετᾶμε τόν Στυλο, πού ἄξιζε μέ τό παραπάνω τήν ἐπίσκεψή μας!


Ἡ ἐπίσκεψη στόν Στύλο ἦταν μέρος ἑνός πενθήμερου ὁδοιπορικοῦ στήν Κάτω Ἰταλία στά τέλη Αὐγούστου τοῦ 2018, ἀπό τήν γράφουσα καί τίς δύο φιλενάδες! Ὅλες οἱ φωτογραφίες εἶναι δικές μας.

Σχετικά ἀναγνώσματα: Μέ τήν Φτερούγα τοῦ Ταξιδιοῦ, τῆς Φωτεινῆς Καϊμάκη, 2017, Ἐκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ.